ΕΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ
ΤΗΛΕΟΠΤΙΚΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ…
Κοιτάχθηκε στον καθρέφτη και διαπίστωσε αμέσως ότι τα χαρακτηριστικά της είχαν σκληρύνει. Tο βλέμμα της ήταν σαν ατσάλι. Η Εύη Τριανταφύλλου είχε πάρει την απόφασή της. Θα εκδικιόταν σκληρά τους ΔΕΣΤΕ ΤΟΥΣ. Την ομάδα των κουτσομπόληδων που την είχε διασύρει στο τηλεπτικό στερέωμα, απονέμοντάς της αλλεπάλληλα «λαδί» και «τσιρκολίκια». Ο θυμός της είχε θολώσει το μυαλό, παρόλο που τα «βατόμουρα» διανθίζονταν, αραιά και που, με κανένα «τζίτζι». Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή είχε αποφασίσει να σκεφτεί θετικά κι άρχισε να πίνει, τα μεσημέρια πριν από την εκπομπή, με το καντάρι αμίτα μόσιον. Όταν όμως η κυρία του απέναντι τη ρώτησε, δήθεν αδιάφορη, αν είχε έρθει το τσίρκο ΜΕNDRANO, της μπήκε μια υποψία που έγινε βεβαιότητα όταν ο ψητοπώλης της γειτονιάς την κατήγγειλε ότι δε στηρίζει τη ντόπια αγορά και προτιμά τα …πιτόγυρα της Κάντζας. Το τελικό χτύπημα ήρθε κατακούτελα από τον πατέρα της, τον κύριο Σάκη, όταν τη ρώτησε με πατρικό ενδιαφέρον γιατί δεν συμβουλεύεται το στυλίστα της συντρόφισσας Αλέκας που τσιμπάει πάντα «τζίτζι» από το «κανάλι των δοσίλογων». Ήταν η ατάκα που έκανε το ποτήρι της οργής να ξεχειλίσει.
Η πρώτη σκέψη ήταν να μπουκάρει στο πλατώ και να τα κάνει γης Μαδιάμ, αλλά ήξερε ότι θα την μπουζούριαριαζαν αμέσως οι σεκιουριτάδες. Το επόμενο σχέδιο που της πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνει ένα προειδοποιητικό χτύπημα στη ραδιοφωνική εκπόμπη της Ηλιάκη, αλλά λυπήθηκε τη Μπεκατώρου. Ένας αγώνας ταξικός δεν έπρεπε να έχει αθώα θύματα. Το τρίτο σχέδιο της φάνηκε καλύτερο. Θα χτυπούσε το Μουτσινά στο θέατρο και μάλιστα με τα ίδια του τα όπλα. Μια δημοσιογράφος σκοτώνει με την πένα της, σκέφτηκε. Θα παρακολουθούσε την παράσταση και θα του απένειμε τα επίχειρα της κακίας, διασπείροντας «πιτόγυρα» στο διαδίκτυο. Αυτό ήταν. Θα χτυπούσε στο «δόξα πατρί» τους ΔΕΣΤΕ ΤΟΥΣ και μάλιστα τον ηθικό αυτουργό της διαπόμπευσης των ανυποψίαστων κοριτσιών της τηλεόρασης. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και είδε μέσα σ’ αυτόν την Καθλίν Τέρνερ στην τιμή των Πρίτζι, πριν διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Έβαλε στο χέρι στην τσέπη κι ένιωσε την κρυάδα του ατσαλιού. Τράβηξε έξω το «σιδερικό» και το περιεργάστηκε. Ήταν μια SONY των δέκα MEGAPIXEL. Έβαλε στη θαλάμη μια καλοφορτισμένη μπαταρία, την όπλισε κι έριξε μια ματιά στα σκοπευτικά, πριν την ξαναβάλει στην τσέπη. Με την ήρεμη αποφασιστικότητα του ανθρώπου που είναι έτοιμος για όλα πήρε το δρόμο για το Γκάζι.
Στο θέατρο της Οδού Πειραιώς γινόταν το έλα να δεις. Λες να ονόμασαν το θέατρο ΚΙΒΩΤΟ από το πλήθος των ζώων που συχνάζουν σε μια τέτοια παράσταση; σκέφθηκε με κακία. Περιεργάστηκε το χώρο πριν πληρώσει τα 17 ευρώ του εισιτηρίου. Όλα μια χαρά. Τα αναψυκτικά στο μπαρ παγωμένα. Το ποπ κορν ζεστό, όλα τέλεια. Σκέφτηκε ότι η τιμή είναι ακριβή για το λαϊκό βαλάντιο και ψυλιάστηκε ότι πίσω από τα καθημερινά «τζίτζι» της Αλέκας κρύβονταν, έντεχνα, οι τύψεις για την καταλήστευση του λαϊκού εισοδήματος. Η προσεγμένη αισθητική του χώρου κι η επαγγελματική συμπεριφορά του προσωπικού την εκνεύρισαν. Σαφώς ενοχλημένη από την πλήρη έλλειψη προβλημάτων κάθισε αναπαυτικά στη θέση της πριν σβήσουν τα φώτα.
Το όλο θέαμα την απογοήτευσε πλήρως. Η υπόθεση με τη συνάντηση των συγγενών εξαιτίας της βάφτισης δεν ήταν εξαιρετικά πρωτότυπη, αλλά σίγουρα είχε δομή. Ο κόσμος άρχισε να γελάει από την πρώτη στιγμή κι αυτό της προκάλεσε αμηχανία. Σκέφθηκε ότι η επιχείρηση του θαψίματος της παράστασης δεν θα ήταν εύκολη κι ότι θα έπρεπε να βάλει τα δυνατά της για να ανακαλύψει ατέλειες. Η διαίσθησή της δεν την διέψευσε. Τα σκηνοθετικά ευρήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, άσε που ξαφνικά το έργο μετατράπηκε σε μιούζικαλ, με αποτέλεσμα να γίνει πιο φαντασμαγορικό και διασκεδαστικό. Όσο για τις ερμηνείες, άστα καλύτερα. Οι ηθοποιοί σκοτώνονταν πάνω στη σκηνή. Ο Μουτσινάς αεικίνητος, ευρηματικός και γόνιμα αυτοσχεδιαστικός. Η Ζέτα Θεά. Ο Αγγέλου περίπτωση κι οι υπόλοιποι απλά τέλειοι. Την κυρίευσε πανικός κι άρχισε να τρέμει. Είχε φάει με το κουτάλι τις κριτικές της Ντέπυ Γκολεμά κι είχε μάθει να σφάζει με και χωρίς μπαμπάκι, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν όντως δύσκολα. Έπρεπε να επιστρατεύσει διαστημική φαντασία για να θάψει την παράσταση, χωρίς να ξεφτυλιστεί στη μισή τουλάχιστον Αθήνα, που σίγουρα θα την είχε δει. Η αυλαία τη βρήκε κομμάτια. Δεν είχε επισημάνει κάτι που να της επιτρέψει να απονείμει, έστω ένα «λαδί». Κι επιπλέον έλειπαν η Καινούργιου κι ο Γιώργος να της δώσουν, με την παρουσία τους, μιαν, ακόμα, απέλπιδα ευκαιρία για κακοπροαίρετη κριτική.
Η πρώτη σκέψη ήταν να μπουκάρει στο πλατώ και να τα κάνει γης Μαδιάμ, αλλά ήξερε ότι θα την μπουζούριαριαζαν αμέσως οι σεκιουριτάδες. Το επόμενο σχέδιο που της πέρασε από το μυαλό ήταν να κάνει ένα προειδοποιητικό χτύπημα στη ραδιοφωνική εκπόμπη της Ηλιάκη, αλλά λυπήθηκε τη Μπεκατώρου. Ένας αγώνας ταξικός δεν έπρεπε να έχει αθώα θύματα. Το τρίτο σχέδιο της φάνηκε καλύτερο. Θα χτυπούσε το Μουτσινά στο θέατρο και μάλιστα με τα ίδια του τα όπλα. Μια δημοσιογράφος σκοτώνει με την πένα της, σκέφτηκε. Θα παρακολουθούσε την παράσταση και θα του απένειμε τα επίχειρα της κακίας, διασπείροντας «πιτόγυρα» στο διαδίκτυο. Αυτό ήταν. Θα χτυπούσε στο «δόξα πατρί» τους ΔΕΣΤΕ ΤΟΥΣ και μάλιστα τον ηθικό αυτουργό της διαπόμπευσης των ανυποψίαστων κοριτσιών της τηλεόρασης. Έριξε μια τελευταία ματιά στον καθρέφτη και είδε μέσα σ’ αυτόν την Καθλίν Τέρνερ στην τιμή των Πρίτζι, πριν διαπράξει το τέλειο έγκλημα. Έβαλε στο χέρι στην τσέπη κι ένιωσε την κρυάδα του ατσαλιού. Τράβηξε έξω το «σιδερικό» και το περιεργάστηκε. Ήταν μια SONY των δέκα MEGAPIXEL. Έβαλε στη θαλάμη μια καλοφορτισμένη μπαταρία, την όπλισε κι έριξε μια ματιά στα σκοπευτικά, πριν την ξαναβάλει στην τσέπη. Με την ήρεμη αποφασιστικότητα του ανθρώπου που είναι έτοιμος για όλα πήρε το δρόμο για το Γκάζι.
Στο θέατρο της Οδού Πειραιώς γινόταν το έλα να δεις. Λες να ονόμασαν το θέατρο ΚΙΒΩΤΟ από το πλήθος των ζώων που συχνάζουν σε μια τέτοια παράσταση; σκέφθηκε με κακία. Περιεργάστηκε το χώρο πριν πληρώσει τα 17 ευρώ του εισιτηρίου. Όλα μια χαρά. Τα αναψυκτικά στο μπαρ παγωμένα. Το ποπ κορν ζεστό, όλα τέλεια. Σκέφτηκε ότι η τιμή είναι ακριβή για το λαϊκό βαλάντιο και ψυλιάστηκε ότι πίσω από τα καθημερινά «τζίτζι» της Αλέκας κρύβονταν, έντεχνα, οι τύψεις για την καταλήστευση του λαϊκού εισοδήματος. Η προσεγμένη αισθητική του χώρου κι η επαγγελματική συμπεριφορά του προσωπικού την εκνεύρισαν. Σαφώς ενοχλημένη από την πλήρη έλλειψη προβλημάτων κάθισε αναπαυτικά στη θέση της πριν σβήσουν τα φώτα.
Το όλο θέαμα την απογοήτευσε πλήρως. Η υπόθεση με τη συνάντηση των συγγενών εξαιτίας της βάφτισης δεν ήταν εξαιρετικά πρωτότυπη, αλλά σίγουρα είχε δομή. Ο κόσμος άρχισε να γελάει από την πρώτη στιγμή κι αυτό της προκάλεσε αμηχανία. Σκέφθηκε ότι η επιχείρηση του θαψίματος της παράστασης δεν θα ήταν εύκολη κι ότι θα έπρεπε να βάλει τα δυνατά της για να ανακαλύψει ατέλειες. Η διαίσθησή της δεν την διέψευσε. Τα σκηνοθετικά ευρήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, άσε που ξαφνικά το έργο μετατράπηκε σε μιούζικαλ, με αποτέλεσμα να γίνει πιο φαντασμαγορικό και διασκεδαστικό. Όσο για τις ερμηνείες, άστα καλύτερα. Οι ηθοποιοί σκοτώνονταν πάνω στη σκηνή. Ο Μουτσινάς αεικίνητος, ευρηματικός και γόνιμα αυτοσχεδιαστικός. Η Ζέτα Θεά. Ο Αγγέλου περίπτωση κι οι υπόλοιποι απλά τέλειοι. Την κυρίευσε πανικός κι άρχισε να τρέμει. Είχε φάει με το κουτάλι τις κριτικές της Ντέπυ Γκολεμά κι είχε μάθει να σφάζει με και χωρίς μπαμπάκι, αλλά εδώ τα πράγματα ήταν όντως δύσκολα. Έπρεπε να επιστρατεύσει διαστημική φαντασία για να θάψει την παράσταση, χωρίς να ξεφτυλιστεί στη μισή τουλάχιστον Αθήνα, που σίγουρα θα την είχε δει. Η αυλαία τη βρήκε κομμάτια. Δεν είχε επισημάνει κάτι που να της επιτρέψει να απονείμει, έστω ένα «λαδί». Κι επιπλέον έλειπαν η Καινούργιου κι ο Γιώργος να της δώσουν, με την παρουσία τους, μιαν, ακόμα, απέλπιδα ευκαιρία για κακοπροαίρετη κριτική.
Μέσα στην απελπισία της κατέβηκε μια σατανική ιδέα. «Αν του τη στήσω στα καμαρίνια και κάνει το λάθος να φύγει χυμάτος, την έβαψε. Είναι δυνατό να κρίνει τους άλλους και να μην προσέχει την εμφάνισή του»; Μελετώντας τις λεπτομέρειες είδε ότι το σχέδιο είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. «Διαλυμένος από την εκπομπή στην τηλεόραση και από το τρέξιμο στη σκηνή αποκλείεται να είναι «τζίτζι» το πουλάκι μου. Θα τον πιάσω στα πράσα και θα τον στείλω αδιάβαστο», σκέφτηκε χαιρέκακα. Και δεν έπεσε έξω. Βγαίνοντας με τη Ζέτα, από τα καμαρίνια, ο Μουτσινάς ήταν πραγματικά «καραλαδί». Με αθλητική φόρμα και παπούτσια θύμιζε τον γείτονα που βγήκε για τρέξιμο νυχτιάτικα. Δίπλα του η Ζέτα, με τζην και χωρίς τη λάμψη των φώτων, ωραία, αλλά γήινη. Έβγαλε την κάμερα, αλλά τη στιγμή που ετοιμαζόταν για την πλήρη απομυθοποίηση, ο Μουτσινάς την πρόσεξε, της χαμογέλασε ανοιχτόκαρδα και τη φίλησε σταυρωτά. Είσαι πιο κούκλα εκτός πλατώ και σε αδικούμε. Πρέπει να σου βάζουμε μόνο «τζίτζι», της είπε. Ένιωσε ότι βρέθηκε στον έβδομο ουρανό, αλλά προσπάθησε να δείξει χαρακτήρα. «Ε όχι κι έτσι. Βάλτε μου και κανένα «λαδί» για να μη ζηλέψουν τα άλλα κορίτσια, πρόλαβε να ψελλίσει, με μετριοφροσύνη.
Ένιωσε απόλυτα ντροπιασμένη και μικροπρεπής, με το όπλο του εγκλήματος στα χέρια, αλλά αντέδρασε με ετοιμότητα. Έδωσε με χάρη τη φωτογραφική μηχανή σ’ έναν σεκιούριτι και πρότεινε στον Μουτσινά να βγάλουν μαζί μια φωτό, γι’ ανάμνηση. Την αγκάλιασε με μιας και φόρεσε το πιο αφοπλιστικό του χαμόγελο, πριν ακουστούν τα δύο κλικ που αποτέλεσαν τα πειστήρια ενός προμελετημένου εγκλήματος, που έμελλε να μη διαπραχθεί. Την άφησε πνιγμένη στις ενοχές της, να τον κοιτάζει μέχρι που χάθηκε στο σκοτάδι. Πήρε κι εκείνη το δρόμο της επιστροφής μετανιωμένη σαν τον Ιούδα. Αφενός γιατί ο Μουτσινάς φιλούσε υπέροχα κι αφετέρου γατί ήταν πολύ σκληρός για να πεθάνει…
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου