Η Νεφέλη Στουραΐτη με την ανθοδέσμη ανά χείρας |
Με έπαινο, για το διήγημα «Χρώματα ψυχής», τιμήθηκε η μαθήτρια Λυκείου Νεφέλη Δημ. Στουραΐτη, από το Λογοτεχνικό Εργαστήριο «Οι μαθητές γράφουν» της Διεύθυνσης Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ανατ. Αττικής. Στο διαγωνισμό πήραν μέρος 426 μαθητές και μαθήτριες από 23 Γυμνάσια και 24 Λύκεια της Ανατολικής Αττικής. Μια ακόμα απόδειξη ότι η περιοχή μας διαθέτει πλούσιο δυναμικό, που γεννά αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο σε όλους τους τομείς. Ιδού το διήγημα της Νεφέλης, που δείχνει ότι μπορεί να διαπρέψει στο χώρο της λογοτεχνίας.
Χρώματα ψυχής
Η Άννα είναι μία νέα γυναίκα ζωγράφος και ζει εδώ και χρόνια στο Παρίσι. Η Άννα δεν έχει σκοπό να παντρευτεί. Βασική της πεποίθηση είναι ότι μόνο με την καρδιά μπορεί κανείς να δει σωστά. Το ουσιώδες δεν είναι ορατό στο μάτι για αυτήν. Η ίδια πάντα πίστευε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι χάνουν το αργυρό, επειδή περιμένουν το χρυσό. Από μικρή ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος, το ταλέντο της για την ζωγραφική είναι σαν έναν σκοπευτή που χτυπάει ένα στόχο, τον οποίο οι άλλοι δεν μπορούν να πετύχουν. H Άννα έχει ζωγραφίσει πολλούς πίνακες με διάφορα θέματα, κυρίως όμως της αρέσει οι πίνακες της να έχουν σαν θέμα την Γαλλία και τα εντυπωσιακά cafe που υπάρχουν στην αγαπημένη της χώρα. Η ταλαντούχα αυτή γυναίκα , όταν ήταν μικρή, είχε ακούσει από έναν φιλόσοφο ότι οι άνθρωποι πρέπει να αρπάζονται από τα όνειρά τους γιατί όταν τα όνειρα πεθάνουν, η ζωή γίνεται πουλί με τσακισμένα φτερά που δεν μπορεί να πετάξει. Αυτό είναι κάτι που πάντα την σημάδευε.
Τον τελευταίο καιρό σκεφτόταν να κάνει μία έκθεση ζωγραφικής, ώστε να δει αν οι πίνακες της θα έχουν αντίκτυπο στους άλλους, γιατί για να πετύχει κάποιος κάτι σε αυτόν τον κόσμο πρέπει πρώτα να μάθει ποιος είναι και τι δίνει νόημα στη ζωή του. Έτσι λοιπόν η Άννα άρχισε να σχεδιάζει την έκθεση αυτή πιστεύοντας ότι δεν υπάρχει αποτυχία, παρά μόνο όταν παύουμε να προσπαθούμε. Σκέφτηκε, λοιπόν, στην έκθεση να βάλει στην αρχή τους πίνακες με τα πιο μοναδικά και πολύχρωμα χρώματα, γιατί πίστευε ότι με τόσα εντυπωσιακά χρώματα στον κόσμο, είναι κρίμα να τα κάνουμε όλα άσπρο και μαύρο. Η ζωγράφος ήθελε η έκθεση ζωγραφικής που ετοίμαζε να μείνει στην μνήμη πολλών ανθρώπων, έτσι ώστε το ταλέντο της για την τέχνη να αναγνωριστεί παγκοσμίως. Η ίδια ήξερε ότι ό,τι αξίζει τον κόπο, αξίζει να το περιμένουμε. Η Άννα σκέφτηκε η έκθεση ζωγραφικής να γίνει σε έναν χώρο με θέα τον αγαπημένο της ποταμό Σηκουάνα, που πάντα την ταξίδευε .
Οι μέρες πέρασαν και οι ετοιμασίες για το αγαπημένο της γεγονός είχαν φτάσει στο τέλος τους. Το μόνο που είχε μείνει ήταν να διαλέξει ημερομηνία. Σκέφτηκε λοιπόν να συνδυάσει αυτό το χαρμόσυνο γεγονός με την ημέρα της γιορτής της. Έτσι λοιπόν η έκθεση ζωγραφικής θα άνοιγε τις αυλαίες της στις 9 Δεκεμβρίου το βράδυ.
Ο Δεκέμβρης έφτασε και η Άννα σίγουρη για την επιτυχία της φόρεσε το πιο όμορφο φόρεμα της και σκέφτηκε ότι οι πίνακες της θα γίνουν διάσημοι. Πριν φύγει από το σπίτι της κάθισε για 5 λεπτά στον καναπέ και έκλεισε τα μάτια. Σκέφτηκε πώς θα ήταν η ζωή της μετά από αυτό το βράδυ. Αφού πέρασαν 5 λεπτά, άνοιξε τα μάτια της, σηκώθηκε από τον καναπέ και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Αρκετά αγχωμένη βγήκε από το σπίτι και κάλεσε ένα ταξί για να την πάει στον χώρο που διάλεξε για την έκθεση της .
Μετά από λίγο η Άννα έφτασε στον προορισμό της. Με το που κατέβηκε από το ταξί, έμεινε έκπληκτη, καθώς είδε ότι πολλοί άνθρωποι τίμησαν αυτό το γεγονός και μέσα σε αυτούς και ένας άντρας που την κοίταζε επίμονα, χωρίς να μετακινήσει το βλέμμα του από αυτήν. Για μια στιγμή η όμορφη ζωγράφος πάγωσε, καθώς το βλέμμα της μαγνητίστηκε από τον ομορφιά και την γοητεία αυτού του άντρα.
Η ταλαντούχα καλλιτέχνης μπήκε στον χώρο της έκθεσης και είδε ότι οι καλεσμένοι είχαν εκπλαγεί από τους πίνακες της. Η ίδια δέχτηκε τα συγχαρητήρια από πολλούς ανθρώπους και ξαφνικά διαπιστώνει ότι ο άντρας που την μάγεψε πριν στην είσοδο του κτηρίου, κατευθύνεται προς το μέρος της με ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα. Εκείνη για μια στιγμή ένιωσε αμήχανα, αφού έβλεπε τον άντρα να πλησιάζει και να της χαμογελά. Ο άντρας αυτός στάθηκε μπροστά της και της έδωσε το μπουκέτο με τα τριαντάφυλλα, λέγοντας της «Συγχαρητήρια Άννα». Η Άννα σκέφτηκε από μέσα της ότι δεν υπάρχει τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια. Πολλά αγκάθια όμως είναι χωρίς τριαντάφυλλο. Μετά από κάποια δευτερόλεπτα η ζωγράφος απάντησε με μία γλυκιά χροιά στην φωνή «ευχαριστώ». Ο άντρας, της συστήθηκε και της είπε ότι τον λένε Μάρτιν. Είναι γάλλος αρχιτέκτονας και μεγάλος θαυμαστής της. Η Άννα ήταν χαρούμενη που ήξερε ότι πλέον έχει θαυμαστές. Πάντα πίστευε ότι πρέπει οι άνθρωποι να χαίρονται τη ζωή τους, επειδή τους δίνεται η ευκαιρία να αγαπάνε , να δουλεύουν , να παίζουν και να κοιτάνε τα αστέρια.
Η ώρα πέρναγε και η Άννα με τον Μάρτιν συνέχισαν να μιλάνε. Διαπίστωσαν και οι δύο ότι έχουν κοινά ενδιαφέροντα. Ο κόσμος φωτογράφιζε τα εκθέματα της ζωγράφου, θεωρώντας τα ξεχωριστά δημιουργήματα του 21ου αιώνα από μία Ελληνίδα που ζει εδώ και χρόνια στο Παρίσι.
Με το πέρασμα της ώρας ο κόσμος σιγά σιγά άρχισε να φεύγει. Ο Μάρτιν ήθελε να ζητήσει από την Άννα να πάνε για καφέ το επόμενο πρωί, όμως ντρεπόταν, ήξερε ότι έρχονται στιγμές που αυτό που αισθάνεσαι πρέπει να το κρατάς μέσα σου. Έτσι λοιπόν, ενώ ήθελε να της πει τόσα, κατέληξε στο να μην της πει τίποτα, γιατί για τον ίδιο είχε μεγάλη σημασία ότι όποιος δεν μπορεί να καταλάβει την σιωπή σου, δεν μπορεί να καταλάβει ούτε τα λόγια σου. Εκείνος είχε αντιληφθεί ότι από το πρώτο λεπτό που είδε την Άννα κάτι μέσα του άρχισε να αλλάζει. Μετά από 10 λεπτά ο Μάρτιν καληνύχτισε την Άννα και την συνεχάρη για τους μοναδικούς πίνακες. Όταν ο αρχιτέκτονας βγήκε από το κτήριο, η ζωγράφος διαπίστωσε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει κάτι το ιδιαίτερο για αυτήν. Πάντα είχε στο μυαλό της ότι κάθε άνθρωπος που συναντά κάτι φοβάται, κάτι αγαπά και κάτι έχει χάσει. Ήταν όμως αργά για να πει κάτι άλλο με τον Μάρτιν, εφόσον ο ίδιος είχε φύγει. Εκείνη μετά από λίγα λεπτά βγήκε στο προαύλιο χώρο της έκθεσης και περίμενε ταξί για να επιστρέψει σπίτι της. Οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν αρχίσει να πέφτουν στο Παρίσι και η Άννα, καθώς περίμενε μέσα στο κρύο το ταξί, σκεφτόταν την συζήτηση που είχε με τον Μάρτιν και της πέρασε από το μυαλό αυτό που κάποτε είχε αναρωτηθεί ο Φρόυντ, το πού δηλαδή πάει μια σκέψη όταν ξεχαστεί. Το ταξί ήρθε και η ζωγράφος μετά από λίγα λεπτά ήταν σπίτι της, ήξερε ότι έκανε λάθος που δεν είπε τίποτα περισσότερο με τον Γάλλο αρχιτέκτονα .
Την επόμενη μέρα η ταλαντούχα καλλιτέχνης ξύπνησε λίγα λεπτά μετά τις 8 το πρωί, έφτιαξε καφέ και πήγε να παραλάβει το αγαπημένο της εβδομαδιαίο περιοδικό για την τέχνη. Έμεινε έκπληκτη, όταν είδε ότι το περιοδικό ανέφερε το όνομα της και φωτογραφίες από την χθεσινή έκθεση, χαρακτηρίζοντας τους πίνακες της εντυπωσιακούς. Το έργο της είχε αρχίσει να αποκτά περισσότερους θαυμαστές. Η Άννα αποφάσισε να πάει μια βόλτα στον Σηκουάνα, ώστε να γιορτάσει την επιτυχία της. Έτσι λοιπόν φόρεσε το αγαπημένο της τζιν και την αγαπημένη της μπλούζα και αυτή την φορά δεν πήρε, όπως συνήθιζε, το ποδήλατο της, αλλά προτίμησε να περπατήσει. Το χιόνι είχε κάνει αισθητή την παρουσία του στο Παρίσι, αλλά η Άννα αμέριμνη συνέχισε να απολαμβάνει την βόλτα της. Ξαφνικά διαπιστώνει ότι βλέπει από μακριά έναν άντρα που μοιάζει με τον Μάρτιν. Στην αρχή δίστασε να προχωρήσει για να δει αν όντως είναι εκείνος, όμως κάτι μέσα της άρχισε να αλλάζει, γιατί το να ξέρει ποιο είναι το σωστό και να μην το κάνει είναι η μεγαλύτερη δειλία. Πολλοί άνθρωποι φοβούνται να πουν τι θέλουν. Για αυτό δεν παίρνουν αυτό που θέλουν. Για την Άννα το θάρρος δεν είναι απλά μια από τις αρετές, αλλά η μορφή κάθε αρετής στο σημείο αντοχής της και για αυτό και αποφάσισε να κάνει αυτό το βήμα και να δει αν όντως είναι ο Μάρτιν. Η ζωγράφος προχώρησε, ήταν ακριβώς ένα βήμα πίσω από τον αρχιτέκτονα, ακούμπησε το χέρι της στον ώμο του. Ο Μάρτιν γύρισε το κεφάλι του και, με το που βλέπει την Άννα, μένει έκπληκτος. Ήξερε ότι ήταν λάθος του που δεν είπε αυτά που ένιωθε για εκείνη στην έκθεση ζωγραφικής της. Ο γάλλος αρχιτέκτονας παίρνει το θάρρος και προτείνει στην Άννα να πάνε για καφέ. Εκείνη δέχεται χωρίς κανέναν δισταγμό.
Μετά από 5 λεπτά η ζωγράφος και ο αρχιτέκτονας είχαν φτάσει σε ένα Café με θέα το Σηκουάνα. Η Άννα σκέφτηκε ότι η μεγάλη τραγωδία της ζωής δεν είναι ότι οι άνθρωποι χάνονται, αλλά ότι παύουν να αγαπούν . Η ίδια ήταν πολύ χαρούμενη και χαμογελαστή που ξαναείδε τον Μάρτιν, ήξερε ότι αν δεν έκανε αυτό το βήμα για να τον αναγνωρίσει δεν θα τον ξανάβλεπε ποτέ και αυτό θα την πλήγωνε, γιατί εκείνον τον γνώρισε στην έκθεση της και αυτό θα το θυμόταν πάντα. Εκείνη γνώριζε ότι εάν έσβηνε ένα κομμάτι από το παρελθόν ήταν σαν να έσβηνε και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον και αυτό δεν το ήθελε. Η ζωγράφος και ο αρχιτέκτονας συνέχισαν να μιλούν, καθώς περίμεναν να έρθουν οι καφέδες τους. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του Μάρτιν ότι η αγάπη δεν είναι να κοιτάζουμε ο ένας τον άλλον, αλλά να βλέπουμε μαζί προς την ίδια κατεύθυνση. Ο ίδιος αναλογίστηκε ότι η ανώριμη αγάπη λέει σ’ αγαπώ επειδή σε χρειάζομαι, ενώ η ώριμη αγάπη λέει σε χρειάζομαι επειδή σ’αγαπώ. Εκείνος τι να της έλεγε, ότι την αγαπά ή να μην έλεγε τίποτα και όλα όσα αισθάνονταν για εκείνη να τα φυλάκιζε μέσα του; Ο Μάρτιν γνώριζε πολύ καλά ότι κανένας δεν αγάπησε ποτέ κανέναν όπως θα ήθελε να τον αγαπούν.
Λίγα λεπτά πριν φύγουν από το café η Άννα παίρνει την απόφαση να μιλήσει πρώτη για τα συναισθήματα της στον Μάρτιν, πίστευε ότι δεν υπήρχε λόγος να τα κρατάει άλλο μέσα της, εφόσον οι σκέψεις της είχαν κατακλύσει την λογική και η ίδια θεωρούσε σαν σωστό δρόμο μόνο τον ανηφορικό, που έπρεπε να ακολουθήσει. Η Άννα έβαλε την λογική στην άκρη, κάτι το οποίο έπρεπε να είχε κάνει εδώ και καιρό, και μίλησε στον Μάρτιν. Εκείνος την κοίταξε στα μάτια, δεν χρειάστηκε να πει τίποτα, το μόνο που σκέφτηκε είναι ότι είτε μακριά, είτε κοντά χωρίς αγάπη, υπάρχει μόνο φόβος και κανείς δεν έχει μετρήσει, ούτε καν οι ποιητές, πόσα η καρδιά μπορεί να χωρέσει. Η ζωγράφος πήρε το ρίσκο και μίλησε στον Μάρτιν.
Οι μέρες πέρασαν και η Άννα με τον Μάρτιν είναι πλέον ζευγάρι. Το πινέλο της ήταν αυτό που τους έφερε κοντά και της άλλαξε την ζωή, αφού ο γάλλος αρχιτέκτονας ήταν ένας από τους προσκεκλημένους την ημέρα που έγινε η έκθεση ζωγραφικής. Εάν ο Μάρτιν δεν έρχονταν στην έκθεση για να δει τους πίνακες δεν θα γνωρίζονταν με την Άννα. Το πινέλο της Άννας μάλλον ήταν μαγικό και για εκείνη βγήκε αληθινό αυτό που κάποτε είχε πει ο Έλληνας ιστορικός Πλούταρχος, ότι η μοίρα οδηγεί εκείνον που την ακολουθεί και σέρνει εκείνον που αντιστέκεται.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου